δημογερόντων

δημογερόντων
δημογέρων
elder of the people
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δημογεροντία — η 1. το αξίωμα τού δημογέροντα* 2. η σύναξη τών δημογερόντων 3. ο τόπος συνεδρίας τών δημογερόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημογέρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδάμ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • άχολος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και προερχόταν από οικογένεια δημογερόντων. Πολέμησε, ως καπετάνιος, στο Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Νικηταρά σε πολλές μάχες. Αντιμετώπισε τους Αιγυπτίους …   Dictionary of Greek

  • αζάς — (4ος αι. μ.Χ.). Διάκονος από τη Βηθνηρή της Περσίας. Μαρτύρησε επί Σαπφώρ Β’ (309 319), με τον πρεσβύτερο Ιάκωβο. Οδηγήθηκαν και οι δύο στον μάγο Αργωχαιγάρ και, επειδή δεν πείστηκαν να θυσιάσουν στον ήλιο και στη φωτιά, αφού κρεμάστηκαν γυμνοί,… …   Dictionary of Greek

  • κοτζάμπασης — Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία …   Dictionary of Greek

  • Κλύτιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Γίγαντες, που, σύμφωνα με μία εκδοχή, σκοτώθηκε με δέσμη αναμμένων δαδιών από την Εκάτη ή, σύμφωνα με μία άλλη, από τον Ήφαιστο με φλεγόμενο σίδερο. 2. Ένας από τους αξιόλογους Τρώες πολεμιστές. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτίνι, Φραντσέσκο ντι Τζόρτζιο — (Francesco di Giorgio Martini, Σιένα 1439 – 1501). Ιταλός μηχανικός, αρχιτέκτονας, ζωγράφος και γλύπτης. Αρχικά εργάστηκε ως στρατιωτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας στη Σιένα (1463 78) και στη συνέχεια τέθηκε στην υπηρεσία του Λορέντσο των… …   Dictionary of Greek

  • Σπέτσες — Νησί στην είσοδο του Αργολικού κόλπου που υπάγεται στην επαρχία Πειραιά του ομώνυμου νομού. Ο ομώνυμος οικισμός (3603 κάτ.) συγκροτεί δήμο της νομαρχίας Πειραιώς, του νομού Αττικής, της περιφέρειας Αττικής. Το νησί είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένο με… …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

  • δημογεροντία — η 1. το αξίωμα του δημογέροντα. 2. το σύνολο των δημογερόντων και το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν η αρχή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”